Ο Γιάννης Νιάρρος έχει μια νευρική ηρεμία που νομίζω θα τον έκανε ιδανικό ήρωα σε ταινία του Γούντι Άλεν. Όταν μιλά, μοιάζει σαν να τζαμάρει: γρήγορα, με ακρίβεια και ρυθμό. Από τα πρώτα λεπτά της συνέντευξης αισθάνομαι ότι βαριέται, είμαι σίγουρη, το καταλαβαίνω από τον τόνο του χιούμορ που επιστρατεύει. Υπάρχουν στιγμές που δεν ξέρω αν αστειεύεται ή αν ειρωνεύεται και ίσως εκεί να κρύβεται η γοητεία του: στην άρνηση να "ποζάρει" για λογαριασμό μιας ιδέας περί εαυτού. Θέλει να μιλά μέσα από τη δουλειά του, να ιδρώνει επάνω στη σκηνή, να κοιτάει τα πρόσωπα μετά, ακόμα κι αν συναντήσει ένα χασμουρητό ή μια γκριμάτσα αποδοκιμασίας.
Φέτος επιστρέφετε στο "Merde!". Τι αλλάζει στο δεύτερο κεφάλαιο;
Γιάννης Νιάρρος: Είμαστε πιο ήρεμοι. Το έργο παραμένει το ίδιο προβοκατόρικο, αυτοσαρκαστικό, είναι ένα ερωτικό γράμμα προς το ελληνικό θέατρο, το πώς στήνεται μια παράσταση από τη σύλληψη της ιδέας μέχρι την πρεμιέρα, με όλους τους "περίεργους" χαρακτήρες ενδιάμεσα. Μια φασαριόζικη κωμωδία.
Σας δυσκόλεψε η αυτοαναφορικότητα;
Γ.Ν.: Όχι. Μ’ αρέσει να διακωμωδώ την ιδιότητά μου. Το επάγγελμα έχει μια εγγενή κωμικότητα: εμείς γκρινιάζουμε για τους φωτισμούς και τις πρόβες, ενώ δίπλα μας οι άνθρωποι δουλεύουν οχτάωρα σε σκαλωσιές. Στο "Merde!" εκθέτουμε αυτό που είμαστε, στο τετράγωνο: τις ματαιοδοξίες μας, τις μικρές ψυχώσεις, τις κωμικές συγκρούσεις παραγωγών, σκηνοθετών, ηθοποιών. Δεν έχουμε πρόθεση να καταγγείλουμε κάτι. Είναι ένα έργο που καθρεφτίζει αυτό που είμαστε.
Πόσο σας νοιάζει "να αρέσετε";
Γ.Ν.: Εγώ είμαι όλα, μωρέ. Έχω μια γκάμα, ανεξάρτητα απ’ το τι αφήνω να εκτεθεί και ανεξάρτητα απ’ το τι καταλαβαίνει ο κόσμος. Με ενδιαφέρει να είναι πολύ όμορφο αυτό που κάνω, να αρέσει σ’ εμένα, αλλά ταυτόχρονα θέλω και να έρθει κόσμος στο θέατρο. Δύο εμφύλιες δυνάμεις, αντίθετες. Θέλω να με θεωρούν και εμπορικό και κουλτουριάρη. Όμορφο, αλλά και να αναγνωρίζουν ότι τσαλακώνομαι.
Στη "Σπασμένη φλέβα" ποιος είστε;
Γ.Ν.: Παίζω τον γιο του Βασίλη Μπισμπίκη, είμαι φαρμακοποιός. Μου χρωστάει λεφτά κι εμένα, όπως σε όλο τον κόσμο. Η ασυδοσία του και η παρασιτική του προσωπικότητα φτάνει στο να με προδώσει με τον πιο έσχατο τρόπο, με την πιο έσχατη προδοσία που μπορεί να διαπράξει ένας πατέρας απέναντι στο τέκνο του, για τα λεφτά και τη βολή του. Είναι μια τραγική ιστορία, χωρίς να κάνω σπόιλερ.
Είναι συνεπές με τον τρόπο που γνωρίζουμε τον Οικονομίδη.
Γ.Ν.: Ακριβώς, ναι.