Ίσως, ο τίτλος του πιο διαχρονικού γόη της έβδομης τέχνης να τον αδικεί. Όχι επειδή δεν ήταν. Αλλά γιατί αυτή η σαγηνευτική αύρα που εξέπεμπε το πρόσωπο, τα μάτια, οι εκφράσεις του δεν αποτελούσε το μοναδικό του ταλέντο. Γεννημένος το 1936 στη Santa Monica της California, ο Charles Robert Redford Jr, όπως ήταν το πλήρες όνομα του Robert Redford, ξεκίνησε να απελευθερώνει την καλλιτεχνική του ανησυχία ως ζωγράφος, μία απόρροια της επαφής του με την τέχνη κατά τη διάρκεια των ταξιδιών του στην Ευρώπη.
Το 1962, απέκτησε τον πρώτο του σημαντικό κινηματογραφικό ρόλο στο "War Hunt", μία ταινία που μπορεί να μην εξέφραζε την εσωστρεφή φύση του, όμως, τον τοποθέτησε ανάμεσα στους πολλά υποσχόμενους ηθοποιούς της δεκαετίας. Η καριέρα του οικοδομήθηκε βήμα – βήμα με τα 60s να του επιφυλάσσουν μία ευχάριστη έκπληξη, το μέγεθος της οποίας ίσως να μην μπορούσε ούτε καν να οραματιστεί, μία ανάσα πριν από το φινάλε τους.

Το 1969 τον βρίσκει στο πλευρό του Paul Newman, Butch Cassidy and the Sundance Kid. Εκεί ενσαρκώνει τον αινιγματικό και γοητευτικό Sundance Kid, έναν ληστή της Άγριας Δύσης με τραχύ βλέμμα και σπαρακτική εσωτερικότητα. Η χημεία τους υπήρξε αδιαμφισβήτητη. Η ταινία μεταφράστηκε από τους κριτικούς ως ένα σχόλιο για το τέλος μιας εποχής, το οποίο σχεδόν καρμικά σηματοδοτεί την αρχή του θρύλου του Robert Redford.
Η καριέρα του βρίσκεται σε τροχιά ακμής, με το επόμενο λάκτισμά της να πραγματοποιείται το 1972 με το The Candidate. Σε αυτό το πολιτικό δράμα, ο Redford υποδύεται έναν φαινομενικά ιδεαλιστή υποψήφιο γερουσιαστή που σταδιακά παρασύρεται από τη ματαιοδοξία και τη δύναμη. Η ερμηνεία του Redford είναι διακριτική αλλά και συναισθηματικά φορτισμένη, αναδεικνύοντας το εσωτερικό χάος ενός ανθρώπου που χάνει τον εαυτό του μέσα στη θύελλα της επιτυχίας.

Έναν χρόνο μετά (1973), ο Robert μεταμορφώνεται Hubbell Gardiner με την επί μεγάλης οθόνης ρομαντική του σύνδεση με την Barbra Streisand στα "Καλύτερα μας χρόνια" να αναδεικνύεται στην πιο δυνατή της δεκαετίας. Στην ταινία, η Streisand υποδύεται μια πολιτικοποιημένη φοιτήτρια, ενώ ο Redford είναι ο όμορφος, προνομιούχος συγγραφέας που την ελκύει και την απορρίπτει ταυτόχρονα. Ο Hubbell του Redford είναι ίσως ο πιο ανθρώπινος και αληθινός χαρακτήρας του: γοητευτικός αλλά αδύναμος, ρομαντικός αλλά χωρίς αντοχές για συγκρούσεις. Οι δυο τους έζησαν ένα θυελλώδη έρωτα, με την ατάκα "Your girl is lovely, Hubbell" να μένει στην ιστορία.

Κατά τη διάρκεια του ίδιου έτους, συναντιέται ξανά με τον Paul Newman, αυτή τη φορά στο Καρφί, The Sting (1973). Σε αυτό το καλοκουρδισμένο caper film, οι δύο άντρες πρωταγωνιστούν σε μία αριστοτεχνική απάτη. Ο Redford ενσάρκωσε ένα μικροαπατεώνα από το Illinois, που κατάφερε με τη βοήθεια δύο φίλων του να κλέψει στα χαρτιά 11.000 δολάρια από ανύποπτο θύμα. Η προσπάθεια αμείφθηκε με 7 βραβεία Όσκαρ και μία τρανή απόδειξη ότι διαθέτει και κωμική φλέβα.
Το 1974 υποδέχεται τον σταρ με μία ακόμη ταινία – ορόσημο, το The Great Gatsby. Πολύ πριν υποδυθεί ο Leonardo DiCaprio τον ήρωα του μυθιστορήματος του F. Scott Fitzgerald, τον είχε ενσαρκώσει ο Redford, αναδεικνύοντας με τον πιο εύθραυστο τρόπο τη μυστηριώδη πλευρά ενός άντρα που φημιζόταν για τα πλούτη, αλλά και τις εμμονές του.

Δύο χρόνια μετά, ο ηθοποιός πρωτοστατεί στην παραγωγή της ταινίας All the President’s Men (1976) και ενσαρκώνει τον δημοσιογράφο Bob Woodward, έναν από τους δύο ρεπόρτερ που ξετύλιξαν το σκάνδαλο Watergate. Ο ρυθμός είναι προσεγγίζει εκείνον του ντοκιμαντέρ, ενώ η ερμηνεία του συνδυάζει νεανικό ιδεαλισμό με ψύχραιμη αποφασιστικότητα.
Η επαγγελματική του διαδρομή μπροστά από την κάμερα γνωρίζει παύση με την επιστροφή του στην επιτυχία να συντελείται το 1984 με το The Natural και μία συμβολική ερμηνεία. Ο Roy Hobbs είναι ένας μυθικός ήρωας του μπέιζμπολ που επιστρέφει από την αφάνεια για να αποδείξει την αξία του. Η παρουσία του Redford ως αγνός ήρωας μιας αλλοτινής Αμερικής λειτουργεί σαν αντίστιξη στα τότε ήθη του Hollywood, με την τελευταία σκηνή να μνημονεύεται συχνά από τους θεατές της.
Λίγους μήνες μετά (1985), ο γοητευτικός σταρ ενσαρκώνει, δίπλά στη Meryl Streep, έναν ανεξάρτητο και ατίθασο κυνηγό στην αποικιοκρατική Αφρική. Ο ρόλος του Denys είναι λιτός, σχεδόν υπαινικτικός – ένας άνδρας που δεν ανήκει σε κανέναν και που πληρώνει το τίμημα της ελευθερίας του με τη μοναξιά.

Έχει προηγηθεί το σκηνοθετικό του ντεμπούτο το 1980 με το Ordinary People. Η πρώτη του ταινία ως σκηνοθέτης είναι μια κατάδυση στη σιωπηλή θλίψη μιας οικογένειας. Χωρίς μελοδραματισμούς, με απλή σκηνοθετική γραμμή και έμφαση στο συναίσθημα, ο Redford κατάφερε να μετατρέψει ένα φαινομενικά "μικρό" οικογενειακό δράμα σε αριστούργημα. Κέρδισε Όσκαρ Σκηνοθεσίας, ενώ η ταινία τιμήθηκε με Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας. Μια τολμηρή αρχή για έναν άνθρωπο που δεν ήθελε απλώς να "παίζει", αλλά να δημιουργεί.
Σήμερα, Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου, έφυγε από τη ζωή μετρώντας δύο Όσκαρ, τρεις Χρυσές Σφαίρες – και επτά υποψηφιότητες, και το διαχρονικό αποτύπωμα του δημιουργού του πιο επιτυχημένου (ίσως) φεστιβάλ ανεξάρτητου κινηματογράφου παγκοσμίως, εκείνου του Sundance Film Festival, ενός θεσμού που θα συνεχίσει να τιμά τον σκοπό του, ακόμη και χωρίς τη φυσική του παρουσία.