Tην ακούω κάθε πρωί στο ραδιόφωνο, έντεκα με δώδεκα, στα Παραπολιτικά 90.1 FM. "Α, εγώ στη θέση σου θα άκουγα τον Παύλο Τσίμα" μου λέει. Η Νίκη Λυμπεράκη είναι ένα πλάσμα παράξενο, που, παρά την έκθεση στην τηλεόραση και τη σκληρότητα που συχνά συνοδεύει τη μετάδοση και τον σχολιασμό τραγικών ή εξωφρενικών ειδήσεων, μέσα από τη συχνότητα του Mega, όπου βρίσκεται τα τελευταία χρόνια, έχει αποκτήσει ανοσία στο μικρόβιο του να ναρκισσισμού και της αυταρέσκειας. Στη συζήτησή μας μιλάει για όλο αυτό τον χείμαρρο ευθυνών, υποχρεώσεων, καταστάσεων που αντιμετωπίζει ως μια σύγχρονη γυναίκα που πρέπει όλα να τα καταφέρει. Υποψιάζομαι, όμως, ότι στο βάθος έχει πετύχει μια υπέροχη νιρβάνα, χωρίς ούτε η ίδια να το συνειδητοποιεί καλά καλά.
Το πρωί πριν από τη συζήτησή μας χασκογελούσα καθώς την άκουγα στο ραδιόφωνο να αναφέρεται στην Ημέρα της Γυναίκας με έναν αναστεναγμό, με τον τόνο της φωνής που κάπως αλλάζει κλίμακα: "Ας μην αρχίσω με την Ημέρα της Γυναίκας…". Γελώντας μετά, λέγαμε πως, όταν τέλειωσε η εκπομπή, η ίδια έβαλε και ένα πλυντήριο κι εγώ σιδέρωσα κάτι πουκάμισα. "Υπάρχει όλος ο παλιός ρόλος και επάνω σε αυτόν έχω κουμπώσει το κομμάτι της επαγγελματικής εξέλιξης, της καριέρας. Φυσικά, αυτά τα δύο κοντράρονται, όπως επίσης οι γυναίκες πάμε κόντρα στους νόμους του χρόνου. Όσο το μάτι μου είναι ανοιχτό, δηλαδή όσο δεν κοιμάμαι, έχω να κάνω κάτι: να γράψω, να διαβάσω, να κάνω δουλειές, να πάω κάπου το παιδί, να ψωνίσω, να μαγειρέψω, να ετοιμάσω την εκπομπή, να κάνω μοντάζ… Η γυναίκα είναι διαρκώς ριγμένη, υπάρχει ένα χάσμα επί της αρχής. Δουλεύουμε όσο δύο άνθρωποι μέσα στην ημέρα και αυτό είναι καταγεγραμμένο σε εκθέσεις μεγάλων οργανισμών".

Έχει μόλις τοποθετήσει και το τελευταίο λουλούδι στο ανθολόγιο που φτιάχνει με τον πέντε χρονών Πάνο, τον γιο της. "Ομολογώ ότι είμαι σε μια πολύ καλή συνθήκη, με τον σύντροφό μου, τη ζωή μας, μια συνθήκη που ξεπερνάει ό,τι ονειρευόμουν μια ζωή" λέει. Αυτό δεν την κάνει, όμως, να χάνει μέρος της όρασης, της περιφερειακής όρασης. Τη ρωτάω αν είναι φεμινίστρια. "Δεν ήμουν ποτέ οργανωμένη. Όμως, μεγάλωσα σε ένα σπίτι όπου ο μπαμπάς μου, ο Πάνος, έκανε πολλά πράγματα για την εποχή του. Μαγείρευε, έφτιαχνε μηλόπιτα το Σαββατοκύριακο, πηγαίναμε βόλτες με ποδήλατα, παίζαμε μπάλα, επισκεπτόμασταν τον Βοτανικό Κήπο. Η μαμά μου δούλευε πολύ. Νομίζω ότι μεγαλώσαμε πολύ μπροστά από την εποχή μας" αναφέρει και τη φαντάζομαι να βλέπει αυτές τις εικόνες μπροστά στα μάτια της όσο μιλάει.

Ξεκίνησε να δουλεύει ως δημοσιογράφος το 2002, ενώ το 2014 βρέθηκε στον ΣΚΑΪ ετοιμάζοντας βίντεο για ενημερωτικές εκπομπές. Ήρθε το 2015, οι μέρες που σχεδόν άλλαξαν τη σύγχρονη ιστορία μας. "Βρέθηκα στην πρώτη γραμμή. Χωρίς να το καταλάβω. Δεν ήταν κάτι που επιδίωξα". Δελτία ειδήσεων, ενημερωτικές εκπομπές στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο, αρθρογραφία. Ήταν στον αέρα όταν το Μάτι καιγόταν και επιβεβαιώθηκε η τραγική είδηση για τα δίδυμα κορίτσια. "Όταν έπρεπε να ανακοινώσουμε ότι ταυτοποιήθηκαν οι σωροί των κοριτσιών, ήταν μια πολύ δύσκολη στιγμή. Όμως, αυτό που θέλω να πω είναι ότι αυτή είναι η δουλειά μας. Ο επαγγελματισμός μάς επιβάλλει να μη γινόμαστε μέρος της είδησης, όσο σκληρό και αν είναι. Πώς να σ’ το εξηγήσω; Έχω ανακοινώσει θανάτους συναδέλφων" μου λέει.
"Δε μου αρέσει η κουλτούρα του "Ξαφνικά είμαι ένα με την είδηση”. Σημαντικές είναι οι ειδήσεις, εμείς κάνουμε απλώς τη δουλειά μας. Καθοριστική στιγμή για εμένα επαγγελματικά, από τις ελάχιστες φορές που αισθάνθηκα ότι είναι χρήσιμη η δουλειά μου, ήταν το καλοκαίρι με την πυρκαγιά στο Μάτι. Σε μια έκτακτη εκπομπή με τον Παναγιώτη Σπυρόπουλο έτυχε αιφνιδιαστικά να επιβεβαιωθεί ότι η σύσκεψη για το Μάτι ήταν στημένη". Σήμερα, εκτός από την εκπομπή στο ραδιόφωνο και τη στήλη αρθρογραφίας στο Βήμα, επιμελείται και παρουσιάζει την εκπομπή "Μεγάλη Εικόνα" στο Mega.

Ακόμα και τώρα τονίζει ότι δεν έχει βεβαιότητες και δεσμευτικές αποφάσεις για τη ζωή της. "Και σήμερα με το ενάμισι πόδι είμαι στην τηλεόραση, το άλλο μισό το κρατάω απέξω" λέει γελώντας. Τελείωσε τη Νομική Αθηνών, έγινε μέλος του Δικηγορικού Συλλόγου και άρχισε να δουλεύει στην τηλεόραση, στη δημοσιογραφία. "Κατέθεσα τα χαρτιά μου για να διαγραφώ από τον Δικηγορικό Σύλλογο 20 χρόνια μετά από την ημέρα που άρχισα να εργάζομαι ως δημοσιογράφος. Δε θα μπορούσα να γίνω δικηγόρος ούτως ή άλλως, δεν είχα καμία επαφή. Κι όμως, δεν είχα ζητήσει να με διαγράψουν".
"Δεν αισθάνομαι ποτέ ότι κάπου έχω δέσει. Αν νιώσω ότι έδεσα, τότε θέλω να φύγω. Δε μου αρέσει να εφησυχάζω, δε μου αρέσουν οι βεβαιότητες, γιατί κάτι ατροφεί μέσα σου. Όπως με το GPS, που, αν χαλάσει σήμερα, λες "Τι θα κάνω, θα χαθώ;”. Έτσι και οι βεβαιότητες αποδυναμώνουν ένα κομμάτι της δημιουργικότητας και του μυαλού μας". Μoυ λέει ότι δεν έχει εμμονή με σχέδια και στρατηγικές.
"Το αντίθετο θα σου έλεγα, μάλιστα. Δεν έχω προδιαγεγραμμένους στόχους. Θέλω να είμαι καλά με τον εαυτό μου και να στέκομαι έντιμα απέναντι σε αυτό που κάνω". Είναι δυνατόν; Δεν υπάρχει κάποια στιγμή στην πορεία της που να ένιωσε την ανάγκη να βολευτεί; "Κάποια στιγμή το έκανα συνειδητά, ναι. Ήταν πολύ δύσκολα χρόνια, με μια σοβαρή περιπέτεια υγείας ενός δικού μου ανθρώπου. Για πέντε με έξι χρόνια λειτουργούσα στον "αυτόματο”, με ένοιαζε μόνο να έχω χρήματα για να στηρίζω την υπόθεση αυτή και να μπορώ να είμαι παρούσα. Ήμουν 26 χρονών. Πέρασα αρκετά χρόνια που ήμουν ρομποτάκι" λέει. Αυτή η επώδυνη περίοδος την οδήγησε σε συνειδητοποιήσεις που σήμερα αναγνωρίζει ότι είναι χρήσιμες. "Ανακάλυψα ότι μπορώ να σταθώ ηγετικά, να σηκώσω μια κατάσταση, που αν την κοίταζα απέξω, θα μου φαινόταν αδύνατο. Επίσης, ανακάλυψα ότι δεν έχει καμία σημασία ένα κομμάτι ματαιοδοξίας που μπορεί να είχα. Συνειδητοποίησα ότι δε χρειάζεται να γίνω ένας Τζέρεμι Πάξμαν, όπως ονειρευόμουν στα 25 μου χρόνια".
"Δε με μπλοκάρει κάτι στη δημόσια εικόνα μου, αλλά δικά μου εσωτερικά θέματα που προκαλεί αυτή η ασύλληπτη μπουρδοδικτατορία που έχει επιβληθεί στις γυναίκες. Αυτό που λέει η Έμα Τόμσον, ότι αν κάτσουμε γυμνές μπροστά στον καθρέφτη, δε θα μπορέσουμε να σταθούμε ακίνητες και να δούμε το σώμα μας. Είμαι θύμα αυτής της δικτατορίας" λέει. "Ανοίγω το Instagram και πρέπει να είμαι 52 κιλά, να μην έχω ραγάδες, ε λοιπόν, δεν υπάρχουν γυναίκες χωρίς ραγάδες. Είναι αδιανόητο ότι επιτρέπουμε στον εαυτό μας να πέσουμε σε τέτοιες παγίδες. Είμαι σε μόνιμη δίαιτα και με μια μόνιμη αίσθηση ότι δεν είμαι αρκετά αδύνατη, αρκετά ωραία. Αν αυτό το νιώθω εγώ στα 43, μια γυναίκα συγκροτημένη, σκέψου τι ζουν τα νέα κορίτσια. Αισθάνομαι ότι αυτή είναι μια τρομερή ήττα της γενιάς μας".

Κάθε τόσο πιάνει τον εαυτό της να μονολογεί "λοιπόν, ωραία". Όταν πατήσει το send σε ένα e-mail. Όταν αφήσει το παιδί στο σχολείο. Όταν ολοκληρώσει την ανάγνωση ενός άρθρου. Τολμώ (;) να τη ρωτήσω για τη σχέση της με τη μόδα, για την εικόνα της. Καύσιμό της είναι η οικογένειά της – το είχα συνειδητοποιήσει ήδη. "Ναι, ναι, ξέρω, ακούγεται cheesy αυτό, αλλά έτσι είναι. Μια αγκαλιά. Σήμερα πήρα τον Πάνο από το σχολείο και αποφασίσαμε να αγοράσουμε ένα φυτολόγιο. Μου είπε στον δρόμο: "Μαμά, κάθε μέρα που περνάει η ώρα και γίνεται νύχτα εγώ σε αγαπώ όλο και πιο πολύ”. Δε με νοιάζει τίποτα μετά απ’ αυτό". Mic drop.
Styling: Ειρήνη Αναστασιάδη (@ireneanastasiadi). Μαλλιά-Μακιγιάζ: Παναγιώτης Πάντος (@pantos_panagiwtis).
Ευχαριστούμε θερμά το κατάστημα Ι. Δελούδης Α.Ε. για την ευγενική φιλοξενία.
Από το τεύχος Απριλίου του Harper's Bazaar που κυκλοφόρησε την Κυριακή 23 Μαρτίου, μαζί με Το Βήμα.