Όταν ήταν μικρός, ο Γιάννης Στάνκογλου έπαιζε για ώρες μόνος. Στην αυλή του σπιτιού του στον Περισσό έπαιζε τένις με τον τοίχο και ταυτόχρονα έκανε ο ίδιος την αναμετάδοση – ο τοίχος ήταν ο Μάκενρο ή κάποιος άλλος τενίστας σταρ της εποχής. Η πρώτη του performance, σκέφτομαι, όταν μου το περιγράφει. Ήθελε να γίνει γεωπόνος, έτσι φύτευε βερικοκιές στην αυλή και μετά τις μετέφερε στο χωριό του, στον Θούριο του Έβρου. Στο δημοτικό αποφάσισε να γίνει γκρουπιέρης σε καζίνο και ταξιτζής. Τελικά, έγινε ηθοποιός.
Ούτε γεωπόνος, ούτε γκρουπιέρης, ούτε σπορτσκάστερ. Ηθοποιός. Έγινε ο Καλιγούλας, ο Οιδίποδας, ο Προμηθέας, ο Γιούγκερμαν, ο Ρεμπό, ο Ζορμπάς, ο Ετεοκλής, ο Στάνλεϊ Κοβάλσκι, ο Δον Κιχώτης. Αναρωτιέμαι αν τον έχουν σφυρηλατήσει οι ρόλοι αυτοί, αν επηρέασαν την προσωπικότητά του. "Πάρα πολύ. Στα μεγάλα έργα συναντάς πράγματα που ίσως να μη γνώριζες ποτέ στη ζωή σου. Είναι σαν να πηγαίνεις κάθε φορά στο πανεπιστήμιο. Ο κυνισμός του Καλιγούλα μού έδωσε ένα τεράστιο μάθημα. Το αλλοπαρμένο του Δον Κιχώτη με διαπέρασε. Γι’ αυτό μου αρέσει η δουλειά μου. Μου δίνει κουράγιο να αντέξω και να σκεφτώ αλλιώς όσα συμβαίνουν γύρω μας. Να, δες τον Οιδίποδα: σκοτώνει τον πατέρα του, καταλαβαίνει το λάθος του και βγάζει τα μάτια του. Αυτοτιμωρείται. Ξέρεις πώς το βλέπω σε σχέση με όσα συμβαίνουν σήμερα; Ότι δεν υπάρχει κανείς να αναλάβει την ευθύνη του. Να παρατήσει την καρέκλα του, γαμώτο".
Τον Ιανουάριο γίνεται 50 ετών και η αλήθεια είναι ότι ο χρόνος έχει υπάρξει γλυκός μαζί του, του έδωσε μεγάλους ρόλους, ενώ ταυτόχρονα εγγράφει επάνω του με ιδιαίτερη πατίνα. Γελάει. "Η αλήθεια είναι ότι είχα πάντα καλή σχέση με τον χρόνο. Άργησα να βγάλω δόντια και τρίχες. Από μικρός δε βιαζόμουν να μεγαλώσω, ήθελα να γίνονται αργά τα πράγματα μέσα μου. Και στην καριέρα μου, όλα τα έκανα ανεβαίνοντας σκαλί σκαλί. Έκανα βήματα μπροστά, αλλά και πίσω. Δεν πήρα ποτέ φωτιά, δεν πήγα καταπάνω στη φωτιά".
Τον ρωτάω αν έχει επίγνωση τού πόσο πολύ αρέσει. Ξεγλιστράει, "ναι, το νιώθω ότι με αγαπάνε". Αναφέρομαι στο γεγονός ότι θεωρείται ωραίος, γοητευτικός. Έχει επίγνωση αυτού; "Δεν είναι κάτι που το χρησιμοποίησα. Στο σχολείο δεν ήμουν ο ωραίος, ήμουν ο αλήτης που κατά βάθος είναι ευαίσθητος. Δε βλέπω γκομενικά τη ζωή. Τη βλέπω πιο ερωτικά και ρεαλιστικά. Ταξιδιάρικα. Άλλωστε τα ταξίδια είναι το μεγαλύτερο μάθημα της ζωής". Φέτος αποφάσισε να πάρει τον χρόνο του. Αν και έχει προτάσεις για θεατρικές παραστάσεις, επέλεξε μετά από 22 χρόνια να κάνει μόνο μία δουλειά: Ένα σίριαλ, "Το Ναυάγιο", που κάνει πρεμιέρα τον Οκτώβριο στο Mega, είναι βασισμένο στο ομότιτλο βιβλίο του Σπύρου Πετρουλάκη και αναφέρεται σε μια ναυτική τραγωδία όπως αυτή που συνέβη στις 8 Δεκεμβρίου 1966 και είναι μέχρι σήμερα γνωστή ως "Το ναυάγιο στη Φαλκονέρα". Στη σειρά ο ίδιος υποδύεται τον Ιπποκράτη Πανόπουλο, έναν υψηλόβαθμο αξιωματικό του Λιμενικού.
"Έρχομαι από το "Aυτή η νύχτα μένει”, πιο πριν τις "Άγριες Μέλισσες”, όλο το καλοκαίρι κάνω περιοδείες με τον Οιδίποδα Τύραννο. Έχω μεγάλη κούραση στην πλάτη μου. Όμως μου άρεσε τόσο πολύ αυτός ο ρόλος, που δεν μπορούσα να αρνηθώ. Υποδύομαι έναν αξιωματικό του Λιμενικού που μεγαλώνει μόνος του τον γιο του, γιατί τον έχει εγκαταλείψει η γυναίκα του (και εδώ δε θα πω περισσότερα, γιατί έχει έντονο στοιχείο έκπληξης). Όταν γίνεται το ναυάγιο, παίρνει το σκάφος του και βγαίνει να σώσει όσο περισσότερους μπορεί". Έχει υποδυθεί τόσους διαφορετικούς ρόλους. "Κάθε φορά προσπαθώ να βρω κάποιες ευαίσθητες περιοχές του χαρακτήρα και να δουλέψω επάνω σε αυτές. Έτσι κάνω και με τον λιμενικό, έναν άνθρωπο πειθαρχημένο, μοναχικό, που του αρέσει να διαβάζει και να καλλιεργεί τον κήπο του. Πάω σε αυτό που κρύβει μέσα του".
Τόσο ο ρόλος του στο "Ναυάγιο" όσο και ο Οιδίποδας Τύραννος, που γύρισε την Ελλάδα και 27 Σεπτέμβρη καταλήγει στο Ηρώδειο, φέρουν στοιχεία όσων βάρβαρων συμβαίνουν σήμερα. "Ζούμε μια δυστοπία, έναν ζόφο. Βλέπω τη δυστυχία γύρω μου να βαθαίνει, να γίνεται ένα σπιράλ" λέει. Eπισημαίνω πόσο σπουδαία έγραψαν γι’ αυτή τη δυστοπία οι συγγραφείς της αρχαιότητας, με κείμενα που παραμένουν ζωντανά. "Δεν υπάρχουν αυτές οι πένες πλέον. Οι διανοούμενοι φοβούνται, ενώ ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής ζούσαν μέσα στην κοινωνία, πολεμούσαν, ήταν στην πρώτη γραμμή. Το νιώθω κι εγώ, θέλω να μιλήσω ελεύθερα και κάποιες φορές κάτι με συγκρατεί, μια διαδικασία φόβου που προκαλεί αυτολογοκρισία. Παλιά, θυμάμαι με τον Οτσαλάν, με τους Κούρδους, ως φοιτητές, ήμασταν στους δρόμους, κάναμε πορεία. Τώρα καιγόμαστε και δεν κάνουμε τίποτα". Μου λέει, ότι, ναι, συχνά νιώθει ενοχικά που μέσα σε αυτή τη δυστυχία ο ίδιος κατορθώνει να είναι ευτυχισμένος. Πώς θα το διαχειριστείς αυτό όταν όλα γύρω καταρρέουν; "Νιώθω πλήρης, νιώθω γεμάτος, η σχέση με τα παιδιά μου με γεμίζει, το γεγονός ότι μπορώ να δουλεύω και να συντηρούμαι με γεμίζει". Το μότο του είναι "να πέφτεις εννιά φορές και να σηκώνεσαι δέκα". Τον ρωτάω πόσες φορές έχει πέσει. "Πάνω από δέκα, έχω σπάσει κάθε ρεκόρ".
Η πρώτη ανάμνηση που έχει από τη ζωή του είναι όταν ήταν περίπου τεσσάρων ετών, να έχει πιει νέφτι από ένα μπουκάλι αναψυκτικού που είχε η γιαγιά του στο σπίτι στο χωριό και να έχει παραισθήσεις, να μιλάει στους τοίχους. Ο κίνδυνος είναι κάτι που έχει τιθασεύσει και χρησιμοποιεί ως καύσιμο και στη δουλειά του. "Όταν ετοίμαζα τον ρόλο του Ετεοκλή, έκανα ελεύθερη πτώση πάνω από την Κωπαΐδα για να δω το βασίλειό μου" λέει.
Ονειρεύεται να φτιάξει ένα σπίτι στην Κίμωλο. "Ονειρεύομαι να γίνω μοναχικός λύκος στο νησί με τα βιβλία μου. Nα παίξω τον Μάκμπεθ. Να μάθω κιθάρα. Να κάνω βραζιλιάνικο ζίου ζίτσου. Να ταξιδέψω με τα παιδιά μου, τη Φοίβη και τον Φίλιππο. Να κάνουμε road trip στην Αυστραλία ακούγοντας Μπομπ Ντίλαν και Νικ Κέιβ. Να πάμε στην Παταγονία, στο Περού. Στον υπερσιβηρικό σιδηρόδρομο". Προς το παρόν, τον χειμώνα, που δε θα έχει θέατρο, θα πάρει τα παιδιά του να πάνε στις Πυραμίδες στην Αίγυπτο.
Ο Γιάννης Στάνκογλου δεν μπορεί να υπάρξει ερήμην των δύο παιδιών του. Όλο το καλοκαίρι τον ακολουθούν στις περιοδείες, μαζί ανακαλύπτουν κάθε σημείο της Ελλάδας ("εξερευνούμε κάθε κορυφή βουνού, ποτάμια, κάνουμε λασπόλουτρα"). Η Φοίβη, η έφηβη που ήδη έχει υποδυθεί τη Μήδεια σε παράσταση, ο Φίλιππος, 9 ετών, που είναι δεινός χορευτής. Ήταν το 2001 όταν πρώτη φορά είδα τον Γιάννη Στάνκογλου στη σκηνή, στον "Εθνικό Ύμνο" του Μιχαήλ Μαρμαρινού. Ένα αλλόκοτο κατάξανθο αγόρι πάνω σε πατίνια, μια μορφή που δεν ήσουν σίγουρος αν είναι αληθινή ή μια οφθαλμαπάτη, σε μια θεατρική δίνη πρωτόγνωρη. Είκοσι δύο χρόνια μετά το αγόρι αυτό είναι ένας από τους πιο συμπαγείς, μεστούς ηθοποιούς της εποχής μας. Τυχεροί είμαστε.