
Η Ντέμι Μουρ εμφανίζεται στην πόρτα του σπιτιού μου στην Ουαλία, τέλη Ιουλίου, φορτωμένη δώρα. Τα βγάζει η ίδια από το πορτμπαγκάζ ενός μαύρου σεντάν και χαιρετά τον οδηγό σαν να τον ξέρει χρόνια ("Τα λέμε, Μπράιαν!"). Έχει φέρει μπισκότα, τσίχλες, αγριολούλουδα, ένα αρωματικό χώρου, μια κασμιρένια εσάρπα (τη φοράω τώρα που γράφω) από το Debonnaire στο Λονδίνο, από όπου αγόρασε και το φόρεμα που φοράει και το έχει συνδυάσει με τα ταλαιπωρημένα της Stan Smith, καθώς και με μικροσκοπικά χρυσά κοσμήματα στα αφτιά και τα δάχτυλά της. Μόλις ακουμπά τα πράγματά της στο πάτωμα του ροζ υπνοδωματίου στο επάνω πάτωμα, ένα άρωμα από ένα άλλο, παράξενο σύμπαν κατακλύζει το χολ, το άρωμα ενός πολύ cool κοριτσιού των ’90s. Ένα άρωμα που δεν μπορείς να το αγοράσεις – μπορείς μόνο να το αποπνέεις αν έχεις τελειοποιήσει την αισθητική σου και έχεις όρεξη για ζωή.

Κι εκείνη τα έχει και τα δύο. Η Ντέμι των 56 χρόνων αφηγείται στην αυτοβιογραφία της το απίθανο ταξίδι της ζωής της, από το Τίποτα του Αμερικάνικου Παλιού Καλού Καιρού στο Όλα Όσα Ονειρεύτηκες του Χόλιγουντ. Ωστόσο, αυτό που μένει στον αναγνώστη από το βιβλίο είναι κυρίως ο ειλικρινής και καθηλωτικός τρόπος με τον οποίο περιγράφει –εκτός από την άνοδό της από τη φτώχεια στην επιτυχία– το σταδιακό πέρασμά της σ’ ένα είδος συναισθηματικής φτώχειας, που μόνο η χρόνια παρενόχληση και τα τραύματα που προκαλούν τα ταμπλόιντ μπορούν να φέρουν. Η ίδια αφηγείται, με την ακρίβεια ενός χειρουργικού νυστεριού, τα διαζύγια, την εξάρτηση και τελικά την απομόνωση που βίωσε, από τα οποία όμως ξέφυγε, βγαίνοντας τελικά σοφότερη.

Διαβάστε περισσότερα στο Τεύχος Νοεμβρίου Harper's Bazaar που κυκλοφορεί στις 20/10 μαζί με το Βήμα της Κυριακής και στη συνέχεια στα περίπτερα.