X

Halston | Η ιστορία του μεγαλύτερου (ίσως) Αμερικανού σχεδιαστή

Όσα θα δείτε -ή δεν θα δείτε- στη νέα σειρά του Netflix για τη ζωή του Roy Halston.

"Είσαι τόσο καλός όσο εκείνοι που ντύνεις”, συνήθιζε να λέει. Ο άνθρωπος που συστηνόταν απλώς ως Halston -χωρίς μικρό όνομα και χωρίς επίθετο- υπήρξε μια συναρπαστική και κάπως μυστηριώδης φιγούρα που σημάδεψε τον κόσμο της μόδας, και όχι μόνο. Ντυμένος πάντα στα μαύρα και με γυαλιά ηλίου να καλύπτουν τα πράσινα μάτια του, εκτός από ταλαντούχος ντιζάινερ, ήταν και μια από τις πιο δημοφιλείς μορφές στη νυχτερινή ζωή της Νέας Υόρκης, μέχρι το θάνατο του από AIDS τον Μάρτιο του 1990.

Τα πρώτα χρόνια στη Νέα Υόρκη

Ο Roy Halston Frowick γεννήθηκε στις 23 Απριλίου 1932 στην Αϊόβα και έφτασε στη Νέα Υόρκη το 1958. Ήταν είκοσι έξι ετών και ήδη κάπως γνωστός σε ένα μικρό κύκλο, χάρη στη φήμη που είχε κερδίσει ως σχεδιαστής καπέλων στο Σικάγο. Εκεί τον ανακάλυψε ένας άνθρωπος της βιομηχανίας της μόδας -στο κομμωτήριο του εραστή του, όπου είχε στήσει το εργαστήριό του- και τον κάλεσε στη Ν. Υόρκη για να εργαστεί για τη γνωστή πιλοποιό της εποχής Lilly Daché. Όμως εκείνος, αμέσως μόλις πάτησε το πόδι του στο Μανχάταν έψαξε να βρει τον σχεδιαστή Charles James, τον οποίο ο ίδιος αποκαλούσε "Λεονάρντο ντα Βίντσι της μόδας”. Ο 50χρονος, τότε, James έγινε ο μέντοράς του, επηρεάζοντάς τον βαθιά σε ό,τι αφορούσε το δημιουργικό πνεύμα του και παρουσιάζοντάς τον σε έναν μεγάλο κύκλο με σημαντικές κοινωνικές και επιχειρηματικές επαφές.

Με τον μέντορά του, Charles James.

Όπως ο Halston, είχε κι εκείνος ξεκινήσει σχεδιάζοντας καπέλα πριν γίνει γνωστός στο χώρο της μόδας ως ο εκκεντρικός δημιουργός που δεν δίσταζε να ξοδέψει μήνες δουλειάς και δεκάδες χιλιάδες δολάρια προκειμένου να κάνει το μανίκι ενός φορέματος να πέφτει ακριβώς όπως το είχε φανταστεί. Σε όλη την καριέρα του έφτιαξε μόλις 200 κομμάτια, τα οποία ο ίδιος αντιμετώπιζε όπως ένα γλύπτης ή ένας ζωγράφος βλέπει τα έργα του. Ο Balenciaga τον είχε χαρακτηρίσει ως "έναν από τους μεγαλύτερους couturier στον κόσμο” και θεωρείται μέχρι σήμερα ένας από εκείνους τους ντιζάινερ που συνέβαλαν στο να αναβαθμιστεί η μόδα σε υψηλή τέχνη. Σε εκείνον ήταν μάλιστα αφιερωμένο το ΜΕΤ Gala το 2014  που είχε θέμα "Charles James: Beyond Fashion"

Αλλά ο James ήταν επίσης ένας εγωπαθής, παρανοϊκός άνθρωπος που κυκλοφορούσε συχνά μεθυσμένος και κατέστρεψε πολύ νωρίς τη ζωή και την καριέρα του. Όταν γνωρίστηκε με τον Halston είχε ήδη χάσει την περιουσία του (περισσότερες από μία φορές) και πίστευε εμμονικά ότι άλλοι έκλεβαν τα σχέδιά του και είχε ξεκινήσει μακροχρόνιους δικαστικούς αγώνες εναντίον τους. Κάποτε είχε στείλει σε έναν εκπρόσωπο μιας από εταιρείες του χώρου ο οποίος είχε καταθέσει εναντίον σε κάποιο από τα πολλά δικαστήρια ένα κουτί ανθοπωλείου που, μόλις, το άνοιξε, βγήκαν από μέσα εκατοντάδες έντομα. Όμως, πάνω από όλα, ήταν αληθινός καλλιτέχνης. Και ο Halston γοητεύτηκε αμέσως από την εκκεντρική όσο και ιδιοφυή προσωπικότητά του και επηρεάστηκε από εκείνον όσο από κανέναν άλλον. Επιδίωξε να υιοθετήσει ό,τι εκείνος λάτρευε. Και οι ορχιδέες -το αγαπημένο λουλούδι του James- έγιναν όχι μόνο και το δικό του αγαπημένο λουλούδι αλλά και το σήμα του brand του.

"Ο Halston έμαθε πολλά από τον Charles James για το σχεδιασμό και τον κόσμο του στυλ", διηγείται η Lilly Daché, "και πιθανώς και πολλά άλλα πράγματα”. Παρόλο που αργότερα ο Halston προσπάθησε να επαναφέρει στη φήμη τον αυτοκαταστροφικό μέντορά του, δεν τα κατάφερε. Ο James κατηγόρησε και εκείνον ότι έκλεβε τα σχέδιά του και τελικά βρέθηκε νεκρός το 1978 στο κρεβάτι του ξενοδοχείου του, περιτριγυρισμένος από πιάτα με χαλασμένο φαγητό, βρώμικα ρούχα και υπέροχα σκίτσα μόδας που δεν υλοποιήθηκαν ποτέ.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Η αναγνώριση

Στις αρχές της δεκαετίας του '60 και ενώ ο Haslton είχε αποχωρήσει από τη Daché και εδραζόταν για το Bergdorf Goodman απέκτησε μια διάσημη θαυμάστρια: τη Diana Vreeland, τη θρυλική συντάκτρια μόδας του Harper's Bazaar και της Vogue. "Του έλεγα "είδα στον ύπνο μου ένα καπέλο χτες", του το περιέγραφα και, μα το Θεό, το έφτιαχνε ακριβώς ίδιο. Πιθανότατα ήταν ο μεγαλύτερος σχεδιαστής καπέλων στον κόσμο και έκανε μαγικά με τα χέρια του”, λέει η Vreeland.

Η Ιταλίδα σταρ Virna Lisi δοκιμάζει καπέλα στο κατάστημα Bergdorf Goodman, με τη βοήθεια του Halston. 

Εκείνη όμως που τον έκανε διάσημο δεν ήταν άλλη από την Jackie Kennedy. Μέλλουσα Πρώτη Κυρία τότε -αλλά και μελλοντικό fashion icon- η Jackie είχε μια απέχθεια για τα καπέλα, καθώς θεωρούσε ότι το κρανίο της ήταν πολύ μεγάλο και δεν της πήγαινε να φοράει κάτι στο κεφάλι. Ήταν όμως ένα απαραίτητο κομμάτι του dress code που επιβαλλόταν για τις εμφανίσεις της στο πλαίσιο της προεκλογικής εκστρατείας του συζύγου της, John Kennedy. 

Ακριβώς αυτό το χαρακτηριστικό -το μεγάλο κεφάλι της- ήταν που την έκανε να εμπιστευτεί τόσο πολύ τον Halston. Γιατί ο σχεδιαστής είχε ακριβώς το ίδιο μέγεθος κεφαλιού και πριν στείλει τα καπέλα που είχε φτιάξει για την Jackie τα φορούσε ο ίδιος με τις ώρες και κοιταζόταν σε διάφορους καθρέφτες ώστε να βεβαιωθεί ότι δείχνουν σωστά από κάθε πιθανή γωνία.

Στα μέσα Νοεμβρίου του 1960, λίγο μετά την εκλογή του JFK στις προεδρικές εκλογές, η Jackie ενημέρωσε τον personal shopper της στο Bergdorf Goodman ότι ήθελε να φτιάξει από εκεί την γκαρνταρόμπα της ως Πρώτη Κυρία των ΗΠΑ και παρήγγειλε μια σειρά από ρούχα τα οποία ήθελε να είναι έτοιμα στις αρχές Δεκεμβρίου, όταν θα έμπαινε στο νοσοκομείο για να γεννήσει το δεύτερο παιδί της. Και ενώ οι σχεδιαστές που συνεργάζονταν με το πολυκατάστημα εργάζονταν πυρετωδώς, ξαφνικά, η ίδια ενημερώθηκε από το σύζυγό της ότι θα ήθελε η γκαρνταρόμπα της να σχεδιαστεί από τον Oleg Cassini που ήταν προσωπικός φίλος του αδερφού του, Josheph (άλλοι θεώρησαν ότι η πρόθεση του νέου Προέδρου ήταν να καλοπιάσει τον αδερφό του σχεδιαστή, Igor, ο οποίος ήταν ένας γνωστός αρθρογράφος εφημερίδων). Έτσι, παρόλο που δέχτηκε να φορέσει στην ορκωμοσία του συζύγου της το σύνολο με την υπογραφή Cassini, απαίτησε να το συνοδέψει με το οβάλ καπέλο σε στυλ "pillbox” που είχε σχεδιάσει ο Halston και είχε συμπεριληφθεί στην πρόταση του Bergdorf Goodman για το outfit της ορκωμοσίας.

Η Jackie Kennedy με τον JFK την ημέρα της ορκωμοσίας του. 

Εκείνο το καπέλο που σήμερα βρίσκεται στο Μουσείο JF Kennedy έμεινε στην ιστορία ως ένα από τα πιο iconic κομμάτια που χαρακτήρισαν το στυλ της Jackie. Το αξεσουάρ αυτό έχει μάλιστα συνοδευτεί από πολλές ιστορίες -όπως αυτή που αναφέρει ότι η Πρώτη Κυρία του έκανε κατά λάθος μια τσάκιση όταν το πήρε στα χέρια της, κάτι που αν και δεν υπήρχε στο αρχικό σχέδιο, όλοι όσοι αργότερα κόπιαραν το καπέλο την συμπεριέλαβαν στις "αντιγραφές” τους. Ή την άλλη που θέλει τον Oleg Cassini να διεκδικεί το copyright για το σχεδιασμό του καπέλου -ένας ισχυρισμός τον οποίο η ίδια η Jackie κατέρριψε απαντώντας στην ερώτηση "ποιος είναι ο δημιουργός του” με μια λέξη: "Halston”.

Το στυλ Halston

Στις 2 Δεκεμβρίου 1968, ο Halston έκανε τα εγκαίνια του δικού του οίκου παρουσιάζοντας την πρώτη συλλογή του. Αποτελούνταν από μόνο είκοσι πέντε κομμάτια - ήταν όμως ακριβώς αυτά που μετέδωσαν το δικό του όραμα για τη μόδα και όρισαν το προσωπικό του στυλ: Καθαρό, κομψό, απλό και ταυτόχρονα πολυτελές και πλούσιο. Όλες οι καλές πελάτισσες που είχε γνωρίσει δουλεύοντας στο Bergdorf Goodman άρχισαν να σχηματίζουν ουρές στο ατελιέ του: Catherine Deneuve, Bianca Jagger, Ali MacGraw, Liza Minnelli, Raquel Welch, Jackie Onassis (πια), Gianni Agnelli, ακόμα και η νέα Πρώτη Κυρία, η σύζυγός Richard Nixon, Patricia.

Με τη Bianca Jagger. 

Ακολουθώντας το παράδειγμα των μεγάλων ευρωπαϊκών οίκων μόδας, ο Halston έκλεινε τις πόρτες του ατελιέ του από τις 12:30 μέχρι τις 2 το μεσημέρι για lunch break. Πολύ σύντομα, τα γεύματα που κερνούσε εκείνες τις ώρες τις διάσημες πελάτισσές του έγιναν το talk of the town και το να βρει κανείς πρόσκληση για να περάσει το μεσημέρι του στο σαλόνι του Halston έγινε πιο δύσκολο από το να κλείσει τραπέζι σε κάποιο από τα πιο δημοφιλή εστιατόρια του Μανχάταν, όπως το  La Côte Basque ή το La Grenouille. Η Viola, η μαύρη υπηρέτριά του φορώντας μαύρη στολή με λευκή ποδιά σέρβιρε τους καλεσμένους του ακριβό κρασί σε κρυστάλλινα ποτήρια Baccarat, ενώ από τα ηχεία ακουγόταν η φωνή της Aretha Franklin κι ο ίδιος ο σχεδιαστής χαλάρωνε ξαπλωμένος στο animal print ανάκλιντρο χαϊδεύοντας το σκύλο του. Μετά το φαγητό, μερικά μοντέλα έκαναν την εμφάνισή τους, φορώντας τα κομμάτια που ο Halston θεωρούσε ότι ταίριαζαν στις συγκεκριμένες πελάτισσες.

Δεν προσπαθούσε ποτέ να πουλήσει κάποιο ρούχο του. Εκείνος απλά πρότεινε, δεν τον ενδιέφερε εάν τελικά η πελάτισσα θα αγόραζε η όχι. Πολλές φορές, δεν δίσταζε να πει στις πλούσιες κοσμικές κυρίες "Αγάπη μου, έχεις ήδη αρκετά ρούχα, δεν το χρειάζεσαι κι αυτό”. Κι εκείνες επέστρεφαν στο ατελιέ του ξανά και ξανά γιατί ήξεραν ότι ο στόχος του δεν ήταν να πάρει τα χρήματά τους. Άλλο ένα τρικ που έκανε για να μείνουν οι πελάτισσές του ευχαριστημένες ήταν έβαζε επίτηδες ταμπέλες με μικρότερα νούμερα στα ρούχα του. Έτσι, οι κυρίες ήταν κατενθουσιασμένες που χωρούσαν στο νούμερο 8 (που ήταν απλώς 12, αλλά το είχε εκείνος ονομάσει 8).

Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, ο Halston ήταν ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα στο χώρο της μόδας. Είχε εισπράξει σχεδόν 30 εκατομμύρια δολάρια και είχε κερδίσει τρία βραβεία Coty. H  Eugenia Sheppard είχε ανακηρύξει το 1973 "έτος Halston”, ενώ είχε σχεδιάσει στολές για παραστάσεις της Martha Graham. Στις αρχές Οκτωβρίου του 1973 ο όμιλος Norton Simon Inc. εξαγόρασε την εταιρεία Halston και τις υπηρεσίες σχεδιασμού του για περίπου 12 εκατομμύρια δολάρια. Τότε, είχε θεωρηθεί μια επιτυχημένη κίνηση εκ μέρους του...

Η προσωπική ζωή

Παρά το γεγονός ότι είχε κατακτήσει την κορυφή σε ό,τι αφορά την καριέρα του, στην προσωπική ζωή του δεν έζησε ποτέ την αληθινή ευτυχία. Μετά από μια σχέση με τον Edward Austin, έναν νεαρό που γνώρισε σε ένα μπαρ και τον οποίο συναντούσε στο σπίτι του μια φορά την εβδομάδα επί έξι χρόνια, άρχισε να κοιμάται με διάφορους τους οποίους καλούσε στο διαμέρισμά του. Μια τέτοια βραδιά, γνώρισε έναν άντρα με το ψευδώνυμο Victor Hugo μέσα από μια τηλεφωνική υπηρεσία ενοικίασης συντρόφων. O Hugo ήταν 24 ετών, με καταγωγή από τη Βενεζουέλα, όμορφος, συναρπαστικός και επικίνδυνος. Εξαιτίας του, ο Halston έζησε τα επόμενα χρόνια στο όριο της νομιμότητας, της ευπρέπειας και της λογικής. Οι άνθρωποι του περιβάλλοντός του εκτιμούν ότι τον αγάπησε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, ακόμα και από τον εαυτό του.

Με τον Victor Hugo και τη σχεδιάστρια κοσμημάτων Elsa Peretti.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Πολύ γρήγορα ο Hugo μετακόμισε στο σπίτι του, μπήκε στη μισθοδοσία της εταιρείας του και είχε λόγο για ό,τι συνέβαινε εκεί. Μαζί του ο σχεδιαστής άρχισε να εθίζεται στην κοκαΐνη, την οποία συνδύαζε με δύο πακέτα τσιγάρα την ημέρα, πολύ ουίσκι και, ατελείωτα ξενύχτια. Δεν αποχωριζόταν πλέον τα γυαλιά ηλίου σχεδόν ποτέ, ώστε να μην προδώσουν τα εντυπωσιακά πράσινα μάτια του όσα είχαν συμβεί το προηγούμενο βράδυ. Το αγαπημένο του στέκι ήταν το διάσημο Studio 54, όπου πρωτοστατούσε, μαζί με τους Andy Warhol, Liza Minnelli, Bianca Jagger και Steve Rubell, τον συν-ιδιοκτήτη του κλαμπ.

Με την Bianca Jagger και τη Liza Minnelli στο Studio 54.

Με τον Hugo έπαψαν να κάνουν σεξ, όπως είχε αποκαλύψει ο ίδιος, συνέχισε όμως να είναι ο σύντροφός του, ενώ τη σεξουαλική ζωή του ανέλαβε ο Robert Rogers, ένας σταρ του αγοραίου έρωτα στο Μανχάταν, γνωστός ως Cuelar. Ο ίδιος συναντήθηκε με το σχεδιαστή, όπως λέει, 60 με 70 φορές, ενώ είχε αναλάβει να του προμηθεύει και άλλους ερωτικούς συντρόφους.

Η πτώση

Τον Ιανουάριο του 1978, ο Halston μετέφερε το ατελιέ του από την 68η οδό σε έναν ολόκληρο όροφο ενός ουρανοξύστη με θέα το Μανχάταν. Παράλληλα, το brand του μετονομάστηκε από Halston σε απλά "H". Το πάρτι για τα εγκαίνια του νέου χώρου, στα μέσα Φεβρουαρίου έλαβε εντυπωσιακές κριτικές από τον Τύπο, όπως και η καινούρια συλλογή του που ήταν μια από τις καλύτερες που είχε σχεδιάσει ποτέ. Προς το τέλος του πάρτι, η Lisa Minnelli εισέβαλε στο χώρο, φορώντας ένα μαύρο φόρεμα Halston, τραγουδώντας "New York – New York". Καθώς έφτασε στη μέσα του διαδρόμου, σταμάτησε για να δώσει στη Liz Taylor ένα κόκκινο τριαντάφυλλο. Οι κοσμικoί κύκλοι της Νέας Υόρκης μιλούσαν για χρόνια για αυτό το πάρτι. Ωστόσο, η μετακόμιση ήταν μια κίνηση που πολλοί από το περιβάλλον του θεώρησαν σαν ένα συμβολικό σημείο καμπής -αυτό που ξεχώριζε το "πριν” από το "μετά”. Ο ίδιος έγινε πιο κακότροπος και επιθετικός από ποτέ. "Η συμπεριφορά του ήταν ακριβώς αυτό που θα δεις να περιγράφουν τα βιβλία που αναφέρονται σε άτομα με εθισμό στα ναρκωτικά”, θυμάται ο Paul Wilmot που ήταν στέλεχος στο τμήμα μάρκετινγκ του αρώματος Halston.

Με τη Lisa Minnelli.

Το καλοκαίρι του 1983, η Norman Simon πουλήθηκε στον όμιλο καταναλωτικών ειδών Esmark Inc. Ξαφνικά, προς μεγάλη απογοήτευση του Halston, η Halston Enterprises υποβιβάστηκε ως θυγατρική της International Play-tex, μιας εταιρείας που κατασκεύαζε ζώνες και εσώρουχα.  Λιγότερο από ένα χρόνο αργότερα, η ιδιοκτησία της μητρικής εταιρείας άλλαξε ξανά χέρια. Ο Halston απαξιώθηκε ακόμη περισσότερο από τους νέους ιδιοκτήτες, που προσπάθησαν να συγκρατήσουν τις δαπάνες μειώνοντας το διαθέσιμο μπάτζετ. Τελικά, το καλοκαίρι του 1984, ο σχεδιαστής αποχώρησε από το πολυτελές ατελιέ του και σταμάτησε να εργάζεται, ενώ τον επόμενο Οκτώβριο απομακρύνθηκε από τη θέση του ως προέδρου της εταιρείας που είχε δημιουργήσει με συνοπτικές διαδικασίες.

Έζησε την υπόλοιπη ζωή του σε μια "εξορία” που είχε ο ίδιος επιβάλλει στον εαυτό του. Ο άνθρωπος που ήταν τόσο καλός όσο εκείνοι που έντυνε, δεν έντυνε πια κανέναν. Πέθανε στον ύπνο του, στις 26 Μαρτίου 1990, σε ηλικία 57 ετών. Πέρασε τις τελευταίες μέρες του στο κρεβάτι του δωματίου 670 του Pacific Presbyterian Medical Center στο Σαν Φρανσίσκο, μιάμιση ώρα με το αυτοκίνητο από τα σπίτια του αδελφού και της αδερφής του, που τον επισκέπτονταν τακτικά. Φορούσε πάντα μεταξωτές πιτζάμες και μια ρόμπα από κόκκινο μεταξωτό σατέν Halston, ενώ ζητούσε να του βάλουν καθαρά λευκά σεντόνια πολλές φορές μέσα στην ημέρα. Ήταν ένα φωτεινό δωμάτιο, με έναν μικρό καναπέ και ένα μεγάλο παράθυρο με θέα στον κόλπο του Σαν Φρανσίσκο, ενώ στο τραπέζι υπήρχαν πήλινες γλάστρες με λευκές ορχιδέες.

Με στοιχεία από το βιβλίο Simply Halston: The Untold Story, του Steven Gaines.