"Στον κόσμο μου, τα πάντα θα 'χαν χαθεί στο παράδοξο" λέει η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων στην ομώνυμη ταινία, η οποία φαίνεται πως λειτούργησε ως πηγή έμπνευσης για τη Maria Grazia Chiuri, καλλιτεχνική διευθύντρια του οίκου Dior. Παραδοσιακά, ο γαλλικός οίκος άνοιξε την αυλαία της εβδομάδας μόδας υψηλής ραπτικής που πραγματοποιείται στο Παρίσι, παρουσιάζοντας μία από τις πιο ενδιαφέρουσες συλλογές των τελευταίων ετών. Συγκεκριμένα, αφορά στη σεζόν Άνοιξη/Καλοκαίρι 2025.




Στη διάρκεια των εννέα ετών που βρίσκεται στην καλλιτεχνική διεύθυνση του γαλλικού οίκου, για την παρουσίαση κάθε συλλογής της, η Maria Grazia Chiuri συνεργάζεται με κάποια καλλιτέχνη. Αυτή τη φορά ανέθεσε στη Rithika Merchant να δημιουργήσει ένα έργο τέχνης που αποτελείται από εννέα πίνακες ζωγραφικής. Τα εν λόγω έργα μεταφέρθηκαν σε μεγάλης κλίμακας πάνελ υφασμάτων από την Karishma Swali, τα εργαστήρια Chanakya και τη Σχολή Χειροτεχνίας Chanakya, δημιουργώντας ένα οπτικό τοπίο με βάθος.
Αντανακλώντας τη δέσμευση της Maria Grazia Chiuri και του οίκου Dior για την υποστήριξη γυναικών καλλιτεχνών σε όλο τον κόσμο, αυτό το πρωτότυπο συλλογικό έργο τέχνης αποκαλύπτεται κατά τη διάρκεια του défilé στον κήπο του Μουσείου Ροντέν. Το κοινό θα μπορεί να το ανακαλύψει, μετά την επίδειξη, για πέντε ημέρες, από τις 28 Ιανουαρίου έως τις 2 Φεβρουαρίου 2025, σε μια έκθεση που είναι ανοιχτή σε όλους.











Η σχεδιάστρια κατάφερε να συγκεντρώσει αρκετά θέματα που την απασχολούν, δημιουργώντας μία συλλογή που είχε μία ιστορία να διηγηθεί. Ή καλύτερα ένα παραμύθι. Ανάμεσα σε εκείνα που την απασχόλησαν είναι η πιο ουσιαστική αντιμετώπιση της μόδας, και της υψηλής ραπτικής, αλλά και τους κανόνες που τη διέπουν μέσα στους αιώνες. Φαίνεται πως τη γοήτευσε βαθιά η έννοια του μετασχηματισμού που συνδέεται άμεσα με αυτή, τόσο όσον αφορά στις γραμμές και τα σχήματα των ρούχων όσο και όσον αφορά στα συναισθήματα που προκαλεί σε κάποιον.




Όπως ανέφερε η ίδια, στη διάρκεια της δημιουργίας της συλλογής, βρήκε τον εαυτό της να νιώθει εμμονική με την ιστορία της μόδας. Ο στόχος της, λοιπόν, ήταν να συνδυάσει διαφορετικά στοιχεία που πρωταγωνιστούσαν στο γυναικείο ένδυμα ανά τους αιώνες. Έτσι, στην πασαρέλα εμφανίστηκαν στοιχεία από τον 17ο αιώνα, τα φουσκωτά μανίκια Leg o'Mutton της εποχής του Εδουάρδου, μία διαφορετική εκδοχή του Bar jacket που παρουσίασε ο Christian Dior το 1947, αλλά και πολλές κάπες. Η Maria Grazia, όμως, φαίνεται πως μελέτησε ουσιαστικά και το έργο του Yves Saint Laurent, ο οποίος υπήρξε καλλιτεχνικός διευθυντής του οίκου μετά τον θάνατο του Christian Dior. Κάπως έτσι, επανέφερε στη συλλογή της κομμάτια σε Α γραμμή, όπως η A-line συλλογή που είχε σχεδιάσει ο Saint Laurent. Μέσα από την εν λόγω μελέτη, όμως, η σχεδιάστρια κατέληξε στο συμπέρασμα πως "η ιδέα του για αυτή τη συλλογή ήταν τα παιδικά ρούχα, σε μεγαλύτερο μέγεθος”.

Ο εν λόγω τρόπος αντιμετώπισης του γυναικείου ρούχου από τον Yves Saint Laurent σε συνδυασμό με το έργο των σουρεαλιστικών ζωγράφων όπως οι Leonor Fini και Dorothea Tanning, και φυσικά ο Lewis Carroll, που είναι ο συγγραφέας του έργου "Οι Περιπέτειες της Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων" οδήγησαν τη Maria Grazia Chiuri στη δημιουργία μίας συλλογής που χαρακτηρίζεται από μία παιδικότητα με κάποια από τα στοιχεία να μοιάζουν με χαρούμενα σκίτσα ενός παιδιού. Είναι σαν να αποφάσισε πως επιθυμεί να βρει το παιδί που κρύβει μέσα της και να το εκφράσει μέσα από τη συλλογή της. Όπως είπε η ίδια "είναι γεμάτη χαρά, όνειρα και παιχνιδιάρικη διάθεση".



Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά στη συλλογή, έντονη παρουσία είχε η γραμμή Trapèze που σχεδιάστηκε για τον Dior το 1958 από τον νεαρό Yves Saint Laurent. Υπήρχαν, επίσης, μίνι φούστες με κρινολίνα, αλλά και φούστες που θύμιζαν κλουβιά, φορέματα με κεντημένα λουλούδια, φουσκωτά σορτς, μαύρα φορέματα με ώμους που έμοιαζαν να ρέουν επάνω στο σώμα, οργάντζα, φτερά, κορσέδες από δαντέλα, υφάσματα moiré, κάπες με λουλούδια, αλλά και η σιλουέτα Cigale, που σχεδίασε ο Monsieur Dior για τη συλλογή υψηλής ραπτικής που αφορούσε τη σεζόν Φθινόπωρο/Χειμώνας 1952-1953.




Το show