Στην περίπτωσή της, karma is not a bitch, αλλά η ανταμοιβή για την επιμονή της, τη σκληρή δουλειά, την πίστη στο μότο της που λέει, βαθαίνοντας τη φωνή της: "Mην το βάζεις κάτω. Ποτέ". Η Χριστίνα Παπαδοπούλου, που αποκαλεί τον Larry Gagosian απλά Λάρι και τον θεωρεί μέντορά της, που υλοποιεί ιδέες τέχνης οι οποίες αρχικά μπορεί να μην έμοιαζαν πιθανές, που συνομιλεί με θρυλικούς καλλιτέχνες του καιρού μας και αποτελεί σημαντικό παράγοντα στην αγορά τέχνης στην Ελλάδα, έχει κάνει μία και μόνο δουλειά στη ζωή της: επί 14 χρόνια εργάζεται για τον Gagosian.
Σε μια πορεία που δεν υπήρξε εύκολη και σίγουρα δεν υπήρξε γραμμική. Η γραμμή διαταράχθηκε μετά από ένα αρκετά σοβαρό αυτοκινητικό ατύχημα που είχε. "Ξεκίνησα από ένα εντελώς διαφορετικό πεδίο, δεν είχα ιδιαίτερα βιώματα και μεγάλη επαφή με την τέχνη μεγαλώνοντας στην Αθήνα. Ο χώρος μου ήταν τα οικονομικά. Το πρώτο μου πτυχίο ήταν μάρκετινγκ και επικοινωνίας στην ΑΣΟΕΕ και στη συνέχεια ήθελα να κάνω μεταπτυχιακά στα οικονομικά". Δεν υπήρχε καμία επαφή με την τέχνη παρά μόνο ίσως γονιδιακά, αφού ο προπάππους της υπήρξε αγιογράφος, αν και η ίδια δεν τον γνώρισε ποτέ ούτε είδε έργα του. Υπήρχαν όμως οι οικογενειακές αφηγήσεις γι’ αυτόν καθώς μεγάλωνε. "Ήμουν 21 ετών. Τότε είχα ένα αρκετά σοβαρό αυτοκινητικό ατύχημα που με έβαλε σε μια εσωτερική υπαρξιακή αναζήτηση" μου λέει. "Άρχισα να ασχολούμαι με την τέχνη σαν έναν τρόπο κατανόησης του εαυτού μου, της πραγματικότητας, του κόσμου. Αποφάσισα να μην πάω για μεταπτυχιακά στο LSE, όπως ήδη είχα κανονίσει. Τότε δεν είχα ανακαλύψει ότι υπάρχει αυτό το θαυμαστό σύμπαν της αγοράς της τέχνης που συνδυάζει και τις δικές μου οικονομικές γνώσεις". Αποφάσισε να πάει να ζήσει στην Ιταλία και να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο Bocconi οικονομικά και management στις τέχνες και στον πολιτισμό. "Από την πρώτη στιγμή που μπήκα στην πρώτη γκαλερί στο Μιλάνο είπα: "Αυτό είναι”".
Aν το ατύχημα ήταν το συμβάν που άλλαξε την κατεύθυνσή της, τουλάχιστον επαγγελματικά σ’ εκείνη τη φάση, το κάρμα αρχίζει να εμφανίζεται ήδη στα χρόνια του μεταπτυχιακού της. "Η πρώτη πρακτική που έκανα ως φοιτήτρια ήταν uptown στη Νέα Υόρκη, στη Richard Gray Gallery, που βρισκόταν ακριβώς δίπλα στην Gagosian. Ήμουν κάθε μέρα δίπλα, ενώ πήγαινα και στο κτί- ριο όπου στεγαζόταν, γιατί εκεί υπήρχε ένα στούντιο Pilates. Είπα τότε: "Εδώ θέλω να δουλέψω, στην Gagosian!”. Μάλιστα, ο πρώτος μου διευθυντής στη Richard Grey είναι τώρα ο CEO της Gagosian" αναφέρει γελώντας.
Μετά την πρακτική επέστρεψε στην Αθήνα και άρχισε να αναρωτιέται πού θα βρει δουλειά. Η Νέα Υόρκη ήταν ένα άπιαστο όνειρο – πώς θα βρει δουλειά σε μια σπουδαία γκαλερί, τι θα κάνει με τη βίζα; Εκείνες τις ημέρες ο πατέρας ενός φίλου της τη ρώτησε ποια είναι γι’ αυτήν η ιδανική γκαλερί στον κόσμο. Απάντησε: "Η Gagosian!". Δύο ημέρες μετά της τηλεφώνησε για να της πει ότι ανοίγει Gagosian στην Αθήνα. Έστειλε το βιογραφικό της και την πήραν για πρακτική. Διευθύντρια τότε ήταν η Μαρίνα Λιβανού. "Ήταν Σεπτέμβριος του 2009. Ξεκινήσαμε με μια έκθεση του Cy Twombly, δηλαδή από την πιο ιδανική συνθήκη. Όταν τελείωσε η πρακτική μου, έγινα βοηθός της Μαρίνας".
Τα πρώτα σχεδόν τέσσερα χρόνια δούλευε μεταξύ Αθήνας και Λονδίνου (στην Gagosian του Grosvenor Hill). Και αυτή ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετώπισε στην επαγγελματική της καριέρα. "Ήταν η εποχή που ξεκινούσε η βαθιά οικονομική κρίση στην Ελλάδα, που τελικά διήρκησε σχεδόν μία δεκαετία. Εξαφανίστηκε ένα μεγάλο κομμάτι των συλλεκτών. Κατέρρευσε η μεσαία τάξη. Κατέρρευσαν οι δομές και οι βεβαιότητες. Αυτό έγινε καθώς ξεκινούσα την καριέρα μου από την Αθήνα σε έναν κολοσσό μεγάλων απαιτήσεων και με τον πήχη ψηλά. Η Gagosian είναι μια γκαλερί στην οποία καταλήγεις, δεν αρχίζεις την καριέρα σου εκεί. Όλο αυτό ήταν στη σφαίρα του αδυνάτου όταν ξεκινούσα, αλλά είχα τη βεβαιότητα ότι θα τα καταφέρω. Κάθε φορά που το έβρισκα δύσκολο να πάω παραπέρα κάτι γινόταν και με πήγαινε ένα σκαλί παραπάνω".
Από την Documenta 14, που πραγματοποιήθηκε σε Κάσελ και Αθήνα το 2017, και μετά η Αθήνα μπήκε στον καλλιτεχνικό χάρτη. "Άρχισα να έχω καλές συνεργασίες με Έλληνες συλλέκτες και ιδρύματα, ήρθε ο Brice Marden να κάνει την έκθεσή του στην Αθήνα με έργα επηρεασμένα από τη σχέση του με την Ελλάδα".
Η συνεργασία της Χριστίνας με τον Brice Marden ήταν καθοριστική. "Από τη στιγμή που ήρθε στην Ελλάδα στα έργα του μπήκαν το φως, η φύση, το τοπίο, τα χρώματα της ελιάς. Στη Νέα Υόρκη έφτιαχνε αυστηρές φόρμες σε τόνους του γκρι. Μέσα από τις αλλαγές στα έργα του βλέπεις το πώς επηρέασαν τη δουλειά του και προσωπικές καταστάσεις. Με συγκίνησε βαθιά αυτό".
Δεν τη φόβισε ποτέ η συνεργασία με έναν θρύλο, όπως είναι το αφεντικό της, ο Λάρι Γκαγκόσιαν, που έχει έρθει τουλάχιστον τέσσερις φορές στην Αθήνα. "Ένα από σημαντικότερα στοιχεία του είναι ότι ακολουθεί το ένστικτό του. Παίρνει ρίσκα. Σκέφτεται μεγάλα πράγματα και δεν τα φοβάται. Έχει επιμονή, διάθεση για δουλειά. Είναι ένας εκπληκτικός έμπορος. Λατρεύει και φροντίζει τους καλλιτέχνες. Είναι γενναιόδωρος. Στην Gagosian υπάρχει μια θετική έλλειψη δομής που σου επιτρέπει να εξελίσσεσαι. Οποιαδήποτε ιδέα, από οποιονδήποτε άνθρωπο αν έχει ενδιαφέρον για τον Λάρι, θα τη δοκιμάσει. Δίνει ευκαιρίες, ελευθερία κινήσεων".
Πιστεύει και η ίδια ακράδαντα ότι, αν κάποιος έχει ένα σαφές όραμα και δεν το βάλει κάτω, αν δουλέψει σκληρά, τελικά θα τα καταφέρει. "Από παιδί είχα μεγάλη επιμονή, ισχυρό ένστικτο και έπαιρνα ρίσκα". Η ισορροπία στην προσωπική της ζωή άργησε να έρθει. Παραδέχεται ότι το μεγαλύτερο μέρος αυτών των 14 χρόνων το 90% της προσοχής της πήγαινε στη δουλειά. Ναι, υπήρχε μεγάλο προσωπικό κόστος, όμως δε μετανιώνει, δε νιώθει ότι πέρασαν τα χρόνια. "Όλα ήρθαν στο σωστό timing" καταλήγει με σιγουριά. Στο νεοκλασικό της Gagosian στην Αθήνα η γυναικεία ενδυνάμωση έχει το δικό της προπύργιο και τη δική της πρέσβειρα.