Η Mariët Westermann έγραψε ιστορία όταν διορίστηκε η πρώτη γυναίκα διευθύντρια και CEO του Μουσείου και Ιδρύματος Solomon R. Guggenheim. Εξηγεί στη Marie-Claire Chappet γιατί η θέση της έχει να κάνει με τη δύναμη του πολιτισμού στην ολότητά του.
Η νέα θέση της Μariët Westermann μοιάζει λίγο με επιστροφή στο σπίτι. Στα 18 της, την πρώτη εβδομάδα της μετακόμισής της από την Ολλανδία σε ένα κολέγιο της Μασαχουσέτης, η μητέρα της την πήγε στη Νέα Υόρκη για να δει το Μουσείο Γκούγκενχαϊμ (Solomon R. Guggenheim Museum). "Μου είπε ότι είναι ένα πολύ ιδιαίτερο μέρος και ποτέ δεν το ξέχασα αυτό". Όπως και το ότι θαύμαζε που ένα μουσείο εκτός Ευρώπης είχε έργα Καντίνσκι και Πικάσο. "Νομίζω ότι τότε ξεκίνησε η αγάπη μου για την τέχνη. Σήμερα πηγαίνω καθημερινά στο γραφείο μου στο κτίριο του Φρανκ Λόιντ Ράιτ και νιώθω την ίδια ένταση".
Η Westermann διορίστηκε στη θέση της διευθύντριας και CEO του Γκούγκενχαϊμ τον περασμένο Νοέμβριο, μια θέση ιστορική, καθώς είναι η πρώτη γυναίκα που τίθεται επικεφαλής όλων των Μουσείων Γκούγκενχαϊμ ανά τον κόσμο. Η προσοχή που τράβηξε ο διορισμός της αρχικά την ξένισε, με δεδομένο ότι συνιδρύτρια και πρώτη διευθύντρια του Μουσείου ήταν η εικαστικός Hilla von Rebay, ενώ από τα ηγετικά πρόσωπα του ιδρύματος ήταν η ανιψιά του Σόλομον, η Πέγκι Γκούγκενχαϊμ. "Άρχισα να λαμβάνω emails όπου ο κόσμος έλεγε "Σε ευχαριστώ. Ποτέ δεν περίμενα ότι θα το έκανε αυτό μια γυναίκα”. Τότε συνειδητοποίησα ότι δεν ήταν κάτι για να το αγνοήσω, αλλά για να το χαρώ" αναφέρει.
Η ίδια θεωρεί ότι δεν ήταν η τυπική υποψήφια για τη θέση, καθώς, παρά το διδακτορικό της και την ειδίκευσή της στους Ολλανδούς ζωγράφους, ποτέ δεν είχε διευθύνει μουσείο. Αντίθετα, η επαγγελματική της πορεία ήταν περισσότερο ακαδημαϊκή και στον χώρο της φιλανθρωπίας, σε διάφορα ιδρύματα πανεπιστημιακά ή τέχνης. Η Westermann πιστεύει ότι ίσως αυτό το εναλλακτικό βιογραφικό ήταν τελικά το μυστικό της "όπλο". "Νομίζω πως λειτουργεί θετικά το ότι δεν είμαι η τυπική επιλογή, δεν είμαι μια κλασική διευθύντρια. Το έργο έχει καθολικό χαρακτήρα".
Το εκπαιδευτικό της υπόβαθρο έχει σαφώς επηρεάσει την οπτική της για μια αποτελεσματική διακυβέρνηση, με την οποία είναι εμφανώς παθιασμένη. "Η πρώτη μου θέση ως διευθύντρια ήταν στο Ινστιτούτο Καλών Τεχνών του NYU το 2002. Σύντομα κατάλαβα ότι η διεύθυνση έχει να κάνει με την αξιολόγηση των δυνάμεων και των δυνατοτήτων, να ακούς όλους τους εμπλεκόμενους, να αντιλαμβάνεσαι τις προοπτικές στο σήμερα και μετά να δημιουργείς ένα όραμα και να ενώνεις τους ανθρώπους. Πρέπει να έχεις κατ’ αρχάς κατανοήσει γιατί αυτοί οι στόχοι θα κάνουν το συγκεκριμένο μέρος σπουδαίο". Παρότι η Westermann διορίστηκε τον Νοέμβριο του 2023, ανέλαβε τη θέση επισήμως το καλοκαίρι του 2024, επειδή ήθελε να ολοκληρώσει το εξάμηνο στο NYU. Μπορείς αμέσως να καταλάβεις την αίσθηση καθήκοντος που τη δια- κρίνει. Αναφέρεται ξανά και ξανά στους επιμελητές και τους συνεργάτες της, στο πόσο σημαντικό είναι να επικοινωνεί με την ομάδα της.
"Μου αρέσει να είμαι με ανθρώπους που φτιάχνουν έναν χώρο και μετά ο κύκλος διευρύνεται και αποκτά ποικιλία συμμετοχών και δυνάμεων. Να κυκλοφορώ και να αναρωτιέμαι τι είναι αυτό που κινητοποιεί τα άτομα να κάνουν το καλύτερο που μπορούν και να νιώθουν μέλη μιας κοινότητας". Σε σχέση με το σκάνδαλο που είχε ξεσπάσει στο μουσείο το 2020, μετά την έκθεση του Ζαν Μισέλ Μπασκιά, όπου πάνω από 100 υπάλληλοι και πρώην εργαζόμενοι είχαν κατηγορήσει το Γκούγκενχαϊμ για ρατσιστικές εργασιακές συμπεριφορές, γεγονός που προκάλεσε εσωτερική έρευνα στο senior management του Μουσείου, η προσέγγισή της μοιάζει με ένα καλοδεχούμενο αντίδοτο. Η Westermann σκοπεύει να εγκαινιάσει μια νέα εποχή. Όταν της ζητήθηκε από τους The New York Times να σχολιάσει το γεγονός, αρκέστηκε να πει ότι "οι απαιτήσεις για τη διεύθυνση ενός μουσείου σήμερα είναι πολύ περίπλοκες", επισημαίνοντας ωστόσο ότι τα προσόντα "φαίνεται να άπτονταν της δικής μου εμπειρίας".
Ίσως αυτό να οφείλεται, σε μεγάλο ποσοστό, στην άποψή της για την τέχνη, την οποία βλέπει μέσα από τον φακό της ανθρωπολογίας. Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι συνεργάζεται στενά με τη Συμμαχία για την Προστασία της Κληρονομιάς σε Εμπόλεμες Περιοχές (Alliance for the Protection of Heritage in Conflict Areas Aliph). "Μέσα από την τέχνη καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλο. Νομίζω ότι οι άνθρωποι δημιουργούν για να αφήσουν πίσω τους ένα ίχνος, να δώσουν νόημα σε αυτή την πολύ δύσκολη εμπειρία της ανθρώπινης ύπαρξης. Μπορεί να μας βοηθήσει να καταλάβουμε κάτι από τη ζωή κάποιου που βρίσκεται απίστευτα μακριά από εμάς" αναφέρει.
Η δυνητική διπλωματία της τέχνης είναι αυτή που προσέλκυσε το ενδιαφέρον της για τη θέση στο Γκούγκενχαϊμ. "Δεν υπάρχει άλλος οργανισμός που να συνδέει τους ανθρώπους με τόσο διεθνιστικό τρόπο. Εγώ η ίδια είμαι μια περίπτωση διεθνισμού εδώ και πολλά χρόνια, οπότε με αφορά ιδιαίτερα. Είτε ασχολείστε με την πολυπολιτισμικότητα και τη συμπερίληψη είτε με την κλιματική αλλαγή –και θέλω να θέσω σε εφαρμογή ένα από τα πιο προοδευτικά σχέδια για την κλιματική δράση–, πρέπει να γνωρίζετε ότι επηρεάζονται με διαφορετικό τρόπο διαφορετικές περιοχές και διαφορετικές κοινωνίες" λέει. Τους πρώτους μήνες στη νέα της θέση τους έχει αφιερώσει στην έκθεση-ορόσημο της Αμερικανίδας καλλιτέχνιδος Τζένι Χόλτσερ, καθώς και στην επίβλεψη της κατασκευής του Μουσείου στο Άμπου Ντάμπι, που αναμένεται να εγκαινιαστεί μέσα στο 2025. Μία από τις μεγαλύτερες προ- κλήσεις με τις οποίες πρόκειται να αναμετρηθεί είναι να παντρέψει το δημιουργικό της όραμα με τη δημοσιονομική πραγματικότητα.
"Όλα τα μουσεία υποχρηματοδοτούνται, ακόμα και σε χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, όπου το κράτος παρέχει πολλή στήριξη. Ο μόνος τρόπος για να το αντιμετωπίσεις είναι να βεβαιωθείς ότι οι άνθρωποι καταλαβαίνουν το όραμά σου και τον λόγο για τον οποίο είναι απαραίτητο ένα μουσείο και έτσι να μη μένεις στάσιμος".
Επομένως, πώς μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα; "Πρέπει να ασχολείσαι με την οικονομία της εμπειρίας και όχι με την οικονομία της έκθεσης. Συναντάω καλλιτέχνες και καλλιτέχνιδες που σου μιλούν γι’ αυτό που κάνουν και εκεί βρίσκεται η πρόκληση, πώς αυτό να το μετουσιώσεις και ο κόσμος να έρχεται εδώ για να βρει ένα νόημα, όχι απλώς για να δει μια έκθεση". Το να μας υπενθυμίζει γιατί υπάρχουν μέρη όπως το Γκούγκενχαϊμ αποτελεί κομμάτι της δουλειάς της. "Το βασικό είναι να προσφέρεις στον καθένα την ευκαιρία να συνδεθεί με την τέχνη, επειδή είναι θεμελιώδες πεδίο της ανθρώπινης δραστηριότητας" παρατηρεί. "Συλλέγουμε και συντηρούμε έργα τέχνης ώστε σε 50 χρόνια από τώρα να μπορούν να ειπωθούν πολλές ιστορίες".
Σε όλη τη διάρκεια της συζήτησής μας η Westermann είναι γεμάτη ενθουσιασμό. Ίσως είναι ο ζήλος της νέας αρχής, ίσως το γεγονός ότι έχει μετακομίσει κοντά σε ένα από τα τέσσερα παιδιά της, κανείς όμως δεν μπορεί να μην προσέξει ότι είναι πανευτυχής που βρίσκεται στο τιμόνι του αγαπημένου της μουσείου. Παραμένει ακόμη αυτό το 18χρονο κορίτσι που στεκόταν στις αίθουσες, γοητευμένο από τον Καντίνσκι.
Από το τεύχος Φεβρουαρίου του Harper's Bazaar Greece που κυκλοφόρησε την Κυριακή 19/1 με το Βήμα της Κυριακής.